- ἐπικρίνοντας
- ἐπικρί̱νοντας , ἐπικρίνωdecidepres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων … Dictionary of Greek
Αντόρνο, Τέοντορ — (Theodor Wiesengrund Adorno, Φρανκφούρτη 1903 – Μπριγκ, Ελβετία 1969). Γερμανός φιλόσοφος και μουσικολόγος. Σπούδασε κοινωνιολογία και φιλοσοφία στα πανεπιστήμια της Φρανκφούρτης και της Βιέννης και μυήθηκε στο δωδεκάφθογγο σύστημα από τον Άλμπαν … Dictionary of Greek
Γκρος, Γκεόργκε — (George Grosz, Στολπ, Βερολίνο 1893 – Νέα Υόρκη 1959).Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους γελοιογράφους. Σπούδασε στις ακαδημίες της Δρέσδης και του Βερολίνου, ενώ είχε ήδη ασχοληθεί με τη ζωγραφική πριν από το… … Dictionary of Greek
Λα Μπριγιέρ, Ζαν ντε- — (Jean de La Bruyère, Παρίσι 1645 – Βερσαλίες 1696). Γάλλος συγγραφέας. Ήταν γιος δημοσίου υπαλλήλου και σπούδασε νομικά στην Ορλεάνη. Αφού εξάσκησε για μικρό χρονικό διάστημα τη δικηγορία, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου εργάστηκε αρχικά ως… … Dictionary of Greek
Μαλέρμπ, Φρανσουά ντε — (Francois de Malherbe, Κεν 1555 – Παρίσι 1628). Γάλλος ποιητής. Ο πατέρας του, επίσης Φρανσουά Μαλέρμπ, κατείχε δικαστικό αξίωμα. Σπούδασε στη Βασιλεία και στη Χαϊδελβέργη και αργότερα έζησε στην Προβηγκία και στη Νορμανδία. Έγραψε τους πρώτους… … Dictionary of Greek
Πέιν, Τόμας — (Paine Thomas, Θέτφορντ, Νόρφοκ 1737 – Νέα Υόρκη 1809). Άγγλος πολιτικός και συγγραφέας. Ύστερα από μια ζωή άσωτη και τυχοδιωκτική, εγκαταστάθηκε το 1774 στη Φιλαδέλφεια, όπου τον είχε στείλει ο Βενιαμίν Φραγκλίνος. Εκεί ο Π. βρήκε το κατάλληλο… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
Στζόμορυ, Ντετζό — (Szomory). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ούγγρου διηγηματογράφου και κωμωδιογράφου Mορ Βάιτς (Πέστη 1869 – Βουδαπέστη 1944). Άρχισε την καριέρα του ως δημοσιογράφος το 1889, για να αποφύγει τη στράτευσή του πήγε στο Παρίσι, όπου παρέμεινε έως το… … Dictionary of Greek